ἀνείλεθ' — ἀνείλετο , ἀναιρέω take up aor ind mid 3rd sg ἀνείλετε , ἀναιρέω take up aor ind act 2nd pl ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up aor subj act 2nd pl (epic) ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up pres imperat act 2nd pl ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνείλετ' — ἀνείλετο , ἀναιρέω take up aor ind mid 3rd sg ἀνείλετε , ἀναιρέω take up aor ind act 2nd pl ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up aor subj act 2nd pl (epic) ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up pres imperat act 2nd pl ἀνείλετε , ἀνείλω shrink up pres ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσπήγνυμι — ΜΑ καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῡτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ) αρχ. στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek